- ακουστικότητα
- [-ης (-ητος)] η слышимость
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
ακουστικότητα — η η ικανότητα ενός χώρου, οργάνου ή μέσου να μεταδίνει τους ήχους σ όσους ακούνε: Η αίθουσα αυτή δεν έχει καλή ακουστικότητα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ακουστικότητα — η [ακουστικός] 1. η ιδιότητα του ακουστικού, αυτού που αναφέρεται στην ακοή 2. (ειδικότ.) η ιδιότητα ενός χώρου να ευνοεί ή όχι τη μετάδοση σε όλα του τα σημεία τού ήχου που παράγεται σε ένα από αυτά … Dictionary of Greek
ακουστικός — ή, ό (AM ἀκουστικός, ή, όν) 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην αίσθηση τής ακοής ή στο ακουστικό όργανο 2. ο κατάλληλος για την αίσθηση τής ακοής νεοελλ. 1. (για τύπους προσώπων) ο ευαίσθητος στις ακουστικές αντιλήψεις 2. το θηλ. ως ουσ. η… … Dictionary of Greek